- φυσιογνωστικός
- η , ό[ν]1) природоведческий; 2) биологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσιογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωσία 2. φρ. «φυσιογνωστικές επιστήμες» (παλαιός όρος) το σύνολο τών επιστημών που αναφέρονται στη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωσία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek
φυσιογνωστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωσία (βλ. λ.), που είναι της φυσιογνωσίας: Φυσιογνωστικά μαθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)